- μισεταιρία
- μῑσ-εταιρία, ἡ,A hatred of one's comrades, Poll.3.64.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μισεταιρία — και μισεταιρεία, ἡ (Α) [μισέταιρος] το μίσος προς τους συντρόφους … Dictionary of Greek
μισεταιρίαν — μισεταιρίᾱν , μισεταιρία hatred of one s comrades fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)